вдаваться - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

вдаваться - translation to ρωσικά


вдаваться      
вдаться
v.
devote one's self to; вдаваться в детали, go into details, refine, elaborate
передаваться      

• Linear motion is imparted to ...


• The signal from the clipper is passed to a cathode follower output stage.


• Determine the amount of energy transferred to the electron.


• The heat is rapidly transmitted (or transferred) to ...


• This plant disease is transmitted by two species of aphids.


• Minimum of vibration is transmitted to supporting structures.


• The development role of the teloplasm is passed on to cell D.


• Any disturbance of the electron-pair waves at one junction is immediately communicated to the other junction.

даваться      

I


см. тж. приводиться


• These compounds have the special nomenclature that appears in Fig. 5.2.


II


[com]USAGE: [lang id=2]~ [/lang](матем.) [/com]


см. тж. задавать


• The negative resistance is given by R = R/(A-1).

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για вдаваться
1. Не будем вдаваться в подробности исторических фактов.
2. Не буду вдаваться в перечисление кровавых подробностей.
3. - Не хотелось бы вдаваться в вопросы ценообразования.
4. Не будем вдаваться в подробности этого конфликта.
5. Марина Викторовна не стала вдаваться в подробности.
Μετάφραση του &#39вдаваться&#39 σε Αγγλικά